- οχτωβριανός
- -ή, -όβλ. οκτωβριανός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οκτωβριανός — και οχτωβριανός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Οκτώβριο 2. αυτός που έγινε κατά τον μήνα Οκτώβριο («οκτωβριανή επανάσταση» η επανάσταση τών μπολσεβίκων στη Ρωσία τον Οκτώβριο τού 1917) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτωβριανά… … Dictionary of Greek